σολοικος

σολοικος
    σόλοικος
    2
    1) неправильно говорящий, допускающий ошибки
    

(φθόγγος Anacr.) (жители Сол Киликийских говорили, якобы, на особенно испорченном греческом языке)

    2) невоспитанный, неотесанный, грубый Arst., Plut., Luc.
    

σ. τῷ τρόπῳ Xen. — с дурными манерами


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σολοικος" в других словарях:

  • σόλοικος — speaking incorrectly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σόλοικος — η, ο / σόλοικος, ον, ΝΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που διαπράττει σολοικισμούς κατά τη χρήση τής γλώσσας 2. (για κείμενο ή λόγο) αυτός που παρουσιάζει σολοικισμούς, συντακτικά κυρίως λάθη νεοελλ. 1. ανάρμοστος, απρεπής 2. αυτός που δεν ταιριάζει σε μια …   Dictionary of Greek

  • σόλοικος — η, ο 1.αυτός που έχει συντακτικά λάθη. 2. μτφ., ανάρμοστος: Είναι λίγο σόλοικο να μην πας στη δεξίωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σολοικότερον — σόλοικος speaking incorrectly adverbial comp σόλοικος speaking incorrectly masc acc comp sg σόλοικος speaking incorrectly neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σολοίκως — σόλοικος speaking incorrectly adverbial σόλοικος speaking incorrectly masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σόλοικον — σόλοικος speaking incorrectly masc/fem acc sg σόλοικος speaking incorrectly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σολοικότερος — σόλοικος speaking incorrectly masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σολοίκου — σόλοικος speaking incorrectly masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σολοίκους — σόλοικος speaking incorrectly masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σολοίκων — σόλοικος speaking incorrectly masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σολοίκῳ — σόλοικος speaking incorrectly masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»